- εκθειασμός
- ο превознесение до небес; захваливание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκθειασμός — ο (Α ἐκθειασμός) θαυμασμός, ζωηρός έπαινος αρχ. θεία μανία, θεοληψία … Dictionary of Greek
εκθειασμός — ο αποθέωση, εξύμνηση ως τον ουρανό, εγκωμιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξύμνηση — η υπερβολικοί έπαινοι, εγκώμια, εκθειασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)